- συμπαίω
- Α1. χτυπώ κάτι μαζί με κάτι άλλο («πῶλοι μέτωπα συμπαίουσι... ὄχοις», Σοφ.)2. (αμτβ.) χτυπώ με κάτι άλλο, συγκρούομαι («ἔριδος συνέπαισε κλύδων», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + παίω «χτυπώ με το χέρι, με τη ράβδο ή με το όπλο»].
Dictionary of Greek. 2013.